Δείτε επίσης: ἰκρίωμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ικρίωμα τα ικριώματα
      γενική του ικριώματος των ικριωμάτων
    αιτιατική το ικρίωμα τα ικριώματα
     κλητική ικρίωμα ικριώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ικρίωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰκρίωμα < ἰκριόω / ἰκριῶ < αρχαία ελληνική ἴκρια (ξύλινες πλευρές πλοίου, σανίδωμα) (πληθυντικός αριθμός του ἴκριον)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ικρίωμα ουδέτερο

  1. πρόχειρο ξύλινο βάθρο για την εκτέλεση θανατικής καταδίκης με απαγχονισμό ή αποκεφαλισμό
     συνώνυμα: αγχόνη, κρεμάλα
  2. (λόγιο) συνώνυμο του σκαλωσιά

Εκφράσεις επεξεργασία

(στους σιδηροδρόμους)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία