ιεραπόστολος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιεραπόστολος (μαρτυρείται από το 1836)[1]< ιεραποστολ(ή) + -ος, (λόγιο δάνειο) γαλλική missionnaire[2]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιεραπόστολος αρσενικό
- (θρησκεία) ιερέας ή μοναχός που δρα σε ξένη χώρα με στόχο τη διάδοση της διδασκαλίας μιας θρησκείας ή μιας θρησκευτικής ομολογίας
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός ατόμου που αγωνίζεται χωρίς ιδιοτέλεια για κάτι, χωρίς να αναμένει απολαβές για το έργο του
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιεραπόστολος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 484, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ ιεραπόστολος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας