Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδρωτίλα οι ιδρωτίλες
      γενική της ιδρωτίλας
    αιτιατική την ιδρωτίλα τις ιδρωτίλες
     κλητική ιδρωτίλα ιδρωτίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδρωτίλα < ιδρώτ(ας) + -ίλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιδρωτίλα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία