Δείτε επίσης: ἰδιόρρυθμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδιόρρυθμος η ιδιόρρυθμη το ιδιόρρυθμο
      γενική του ιδιόρρυθμου της ιδιόρρυθμης του ιδιόρρυθμου
    αιτιατική τον ιδιόρρυθμο την ιδιόρρυθμη το ιδιόρρυθμο
     κλητική ιδιόρρυθμε ιδιόρρυθμη ιδιόρρυθμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδιόρρυθμοι οι ιδιόρρυθμες τα ιδιόρρυθμα
      γενική των ιδιόρρυθμων των ιδιόρρυθμων των ιδιόρρυθμων
    αιτιατική τους ιδιόρρυθμους τις ιδιόρρυθμες τα ιδιόρρυθμα
     κλητική ιδιόρρυθμοι ιδιόρρυθμες ιδιόρρυθμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδιόρρυθμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰδιόρρυθμος < ἴδιος + ῥυθμός. Δείτε και ρρ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ðiˈo.ɾi.θmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐δι‐όρ‐ρυθ‐μος
παλιότερος συλλαβισμός: ι‐δι‐όρ‐ρυ‐θμος

  Επίθετο επεξεργασία

ιδιόρρυθμος, -η, -ο

  1. που έχει αποκλειστικά δικά του (ί-δι-α) χαρακτηριστικά
     συνώνυμα: εκκεντρικός, παράξενος, περίεργος
  2. (θρησκεία) μοναστήρι όπου επιτρέπεται κάθε μοναχός να ακολουθεί δικό του τρόπο ζωής, να έχει ατομική περιουσία, να μετέχει στις κοινές ακολουθίες κ.λπ.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία