ιβίσκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιβίσκος | οι | ιβίσκοι |
γενική | του | ιβίσκου | των | ιβίσκων |
αιτιατική | τον | ιβίσκο | τους | ιβίσκους |
κλητική | ιβίσκε | ιβίσκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιβίσκος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱβίσκος < αρχαία ελληνική ἰβίσκος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈvi.skos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐βί‐σκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιβίσκος αρσενικό
- (φυτό, λουλούδι) αγγειόσπερμο δικότυλο καλλωπιστικό φυτό του γένους Althaea officinalis που ανήκει στην τάξη Μαλαχώδη και στην οικογένεια Μαλαχοειδή
Είδη επεξεργασία
- Ιβίσκος ο εδώδιμος
- Ιβίσκος ο συριακός
- Ιβίσκος ο καννάβινος
- Ιβίσκος ο σινικός
- ιβίσκος της Ερυθραίας
- Ιβίσκος ο τρισχιδής
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ιβίσκος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιβίσκος
Πηγές επεξεργασία
- ιβίσκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ιβίσκος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)