Δείτε επίσης: ἰβίσκος, ἱβίσκος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιβίσκος οι ιβίσκοι
      γενική του ιβίσκου των ιβίσκων
    αιτιατική τον ιβίσκο τους ιβίσκους
     κλητική ιβίσκε ιβίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιβίσκος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἱβίσκος < αρχαία ελληνική ἰβίσκος
 
ιβίσκος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈvi.skos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐βί‐σκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιβίσκος αρσενικό

Είδη επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία