Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θύσανος οι θύσανοι
      γενική του θυσάνου
θύσανου
των θυσάνων
    αιτιατική τον θύσανο τους θυσάνους
     κλητική θύσανε θύσανοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
θύσανος σε κουρτίνα
 
Νέφη θύσανοι

  Ετυμολογία επεξεργασία

θύσανος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θύσανος[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θύσανος αρσενικό

  1. τα νήματα δεμένα μαζί σε ένα άκρο τους ενώ αφήνονται να κινούνται ελεύθερα στο άλλο άκρο, η φούντα
  2. (μετεωρολογία) το είδος νεφών, τα οποία έχουν λευκή και διάφανη όψη
  3. (βιολογία) το όνομα νηματοειδούς ταξιανθίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία