Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θυρίδα οι θυρίδες
      γενική της θυρίδας των θυρίδων
    αιτιατική τη θυρίδα τις θυρίδες
     κλητική θυρίδα θυρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
υπηρεσία με πολλαπλές θυρίδες εξυπηρέτησης
 
θυρίδες ασφαλείας σε τράπεζα
 
ταχυδρομική θυρίδα

  Ετυμολογία επεξεργασία

θυρίδα < αρχαία ελληνική θυρίς, υποκοριστικό του θύρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰwer- (θύρα) (3,4,5: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική guichet)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θυρίδα θηλυκό

  1. μικρό άνοιγμα, μικρή πόρτα
     συνώνυμα: παραπόρτι, πορτίτσα, πορτούλα
  2. άνοιγμα σε τοίχο, σαν μικρό παράθυρο
     συνώνυμα: παραθυράκι, φεγγίτης
  3. άνοιγμα σε τοίχο ή διαχωριστικό σε γραφείο ή υπηρεσία, μέσα απ’ το οποίο γίνεται η επικοινωνία και η συναλλαγή των υπαλλήλων με το κοινό
     συνώνυμα: γκισέ, ταμείο
  4. καθένα από τα ντουλαπάκια που βρίσκονται σε ταχυδρομεία, τράπεζες κ.λπ. και στα οποία φυλάσσονται έγγραφα, αλληλογραφία, χρήματα κ.ά.
  5. άνοιγμα ή ειδικό ντουλαπάκι σε όχημα ή σκεύος που ταπώνεται με πώμα
  6. (ναυτικός όρος) η μπουκαπόρτα, η φορτοθυρίδα
  7. (ναυτικός όρος) η κανονιοθυρίδα, το άνοιγμα που άνοιγε στα πλαϊνά του πλοίου για να βγει η κάννη του κανονιού
  8. (ζωολογία) καθένα από τα δύο τμήματα οστρακοειδών ή καρκινοειδών
  9. (θρησκεία) καθένα από τα δύο φύλλα της πύλης του αγίου βήματος σε ιερό

  Μεταφράσεις επεξεργασία