θυρίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θυρίδα | οι | θυρίδες |
γενική | της | θυρίδας | των | θυρίδων |
αιτιατική | τη | θυρίδα | τις | θυρίδες |
κλητική | θυρίδα | θυρίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θυρίδα < αρχαία ελληνική θυρίς, υποκοριστικό του θύρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰwer- (θύρα) (3,4,5: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική guichet)
Ουσιαστικό επεξεργασία
θυρίδα θηλυκό
- μικρό άνοιγμα, μικρή πόρτα
- άνοιγμα σε τοίχο, σαν μικρό παράθυρο
- άνοιγμα σε τοίχο ή διαχωριστικό σε γραφείο ή υπηρεσία, μέσα απ’ το οποίο γίνεται η επικοινωνία και η συναλλαγή των υπαλλήλων με το κοινό
- καθένα από τα ντουλαπάκια που βρίσκονται σε ταχυδρομεία, τράπεζες κ.λπ. και στα οποία φυλάσσονται έγγραφα, αλληλογραφία, χρήματα κ.ά.
- άνοιγμα ή ειδικό ντουλαπάκι σε όχημα ή σκεύος που ταπώνεται με πώμα
- (ναυτικός όρος) η μπουκαπόρτα, η φορτοθυρίδα
- (ναυτικός όρος) η κανονιοθυρίδα, το άνοιγμα που άνοιγε στα πλαϊνά του πλοίου για να βγει η κάννη του κανονιού
- (ζωολογία) καθένα από τα δύο τμήματα οστρακοειδών ή καρκινοειδών
- (θρησκεία) καθένα από τα δύο φύλλα της πύλης του αγίου βήματος σε ιερό
Μεταφράσεις επεξεργασία
θυρίδα
|