Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θυμίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

θυμίζω

  • φέρνω κάτι στον νου μου ή σε κάποιου άλλου με κάποιον λόγο ή πράξη

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία