θυμέλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θυμέλη < αρχαία ελληνική θυμέλη < θύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
θυμέλη θηλυκό
- (θέατρο) βωμός των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, στο κέντρο της ορχήστρας, όπου στεκόταν ο κορυφαίος του χορού
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θυμέλη
|