Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θρυμματίζω < (θρύμμα) θρυμματ- + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

θρυμματίζω, αόρ.: θρυμμάτισα, παθ.φωνή: θρυμματίζομαι, π.αόρ.: θρυμματίστηκα, μτχ.π.π.: θρυμματισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία