Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θρηνώ < αρχαία ελληνική θρηνέω, -ῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θɾiˈno/

  Ρήμα επεξεργασία

θρηνώ

  • κλαίω σπαραχτικά για κάποιον που πέθανε ή για άλλη απώλεια, εκφράζω θρήνο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία