Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θλιμμένος η θλιμμένη το θλιμμένο
      γενική του θλιμμένου της θλιμμένης του θλιμμένου
    αιτιατική τον θλιμμένο τη θλιμμένη το θλιμμένο
     κλητική θλιμμένε θλιμμένη θλιμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θλιμμένοι οι θλιμμένες τα θλιμμένα
      γενική των θλιμμένων των θλιμμένων των θλιμμένων
    αιτιατική τους θλιμμένους τις θλιμμένες τα θλιμμένα
     κλητική θλιμμένοι θλιμμένες θλιμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θλιμμένος < αρχαία ελληνική τεθλιμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του θλίβομαι

  Μετοχή επεξεργασία

θλιμμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία