θητεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θητεία | οι | θητείες |
γενική | της | θητείας | των | θητειών |
αιτιατική | τη | θητεία | τις | θητείες |
κλητική | θητεία | θητείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θητεία < αρχαία ελληνική θητεία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θητεία θηλυκό
- το διάστημα κατά το οποίο παραμένει στο στρατό ένας κληρωτός, η στρατιωτική υπηρεσία
- η άσκηση ενός αξιώματος και το χρονικό διάστημα της άσκησης αυτής