Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θηλαστικό τα θηλαστικά
      γενική του θηλαστικού των θηλαστικών
    αιτιατική το θηλαστικό τα θηλαστικά
     κλητική θηλαστικό θηλαστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θηλαστικό < ουδέτερο του θηλαστικός < θηλάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θηλαστικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

θηλαστικό: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

θηλαστικό