Δείτε επίσης: θεόπτης

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεότης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή θεότης. Συγχρονικά αναλύεται σε θε(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεότης θηλυκό

  1. (θρησκεία) ο Θεός
  2. η θεία φύση

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη θεός

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θεότης αἱ θεότητες
      γενική τῆς θεότητος τῶν θεοτήτων
      δοτική τῇ θεότητ ταῖς θεότησ(ν)
    αιτιατική τὴν θεότητ τὰς θεότητᾰς
     κλητική ! θεότης θεότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θεότητε
γεν-δοτ τοῖν  θεοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεότης < αρχαία ελληνική θεός, θέμα θε- + -ότης.
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: θεότης νέα ελληνικά: θεότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεότης θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία