Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεσμοθέτης οι θεσμοθέτες
      γενική του θεσμοθέτη των θεσμοθετών
    αιτιατική τον θεσμοθέτη τους θεσμοθέτες
     κλητική θεσμοθέτη θεσμοθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεσμοθέτης < αρχαία ελληνική

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεσμοθέτης αρσενικό

  1. αυτός που θεσμοθετεί
  2. (ιστορία) οι έξι από τους συνολικά εννέα άρχοντες της αρχαίας Αθήνας

  Μεταφράσεις επεξεργασία