Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεήλατος < θε(ος) + -ήλατος (< ἐλαύνω)

  Επίθετο επεξεργασία

θεήλατος, -ος, -ον

  1. αυτός που καταδιώκεται από θεό ή θεούς
  2. αυτός που προσέρχεται από θεό ή θεούς, ο θεόσταλτος
  3. κτισμένος για τους θεούς, άρα και ο ναός ή κάποιο αφιέρωμα-τάμα

Συγγενικά επεξεργασία