Δείτε επίσης: θαύμα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαῦμα < θάομαι-θῶμαι ίσως ιωνικός τύπος  και σίγουρα δωρικός τύπος του θεάομαι-θεῶμαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θαῦμα ουδέτερο (ιωνικός τύποςθώυμα και θῶμα)

  1. το θαυμαστό, εκείνο που εμπνέει θαυμασμό
  2. έκπληξη
  3. στον πληθυντικο, τά θαύματα: τεχνάσματα και γυμναστικές ασκήσεις, παιχνίδια θεαματικά

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
θαυμ- 

  Πηγές επεξεργασία