Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαμμένος η θαμμένη το θαμμένο
      γενική του θαμμένου της θαμμένης του θαμμένου
    αιτιατική τον θαμμένο τη θαμμένη το θαμμένο
     κλητική θαμμένε θαμμένη θαμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαμμένοι οι θαμμένες τα θαμμένα
      γενική των θαμμένων των θαμμένων των θαμμένων
    αιτιατική τους θαμμένους τις θαμμένες τα θαμμένα
     κλητική θαμμένοι θαμμένες θαμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θάβω

  Μετοχή επεξεργασία

θαμμένος, -η, -ο

  1. που έχει ταφεί
  2. που έχει καλυφθεί εξολοκλήρου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του από χώμα ή άλλο υλικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία