Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η θαλπωρή
      γενική της θαλπωρής
    αιτιατική τη θαλπωρή
     κλητική θαλπωρή
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θαλπωρή < αρχαία ελληνική θαλπωρή < θάλπω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θal.poˈɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θαλ‐πω‐ρή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θαλπωρή θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. η ευχάριστη ζέστη
    η θαλπωρή από το τζάκι
  2. (μεταφορικά) η ατμόσφαιρα ζεστασιάς και εγκαρδιότητας, τρυφερότητας
    έχω ανάγκη από θαλπωρή

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία