Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / θαλάττιος θαλαττί τὸ θαλάττιον
      γενική τοῦ/τῆς θαλαττίου τῆς θαλαττίᾱς τοῦ θαλαττίου
      δοτική τῷ/τῇ θαλαττί τῇ θαλαττί τῷ θαλαττί
    αιτιατική τὸν/τὴν θαλάττιον τὴν θαλαττίᾱν τὸ θαλάττιον
     κλητική ! θαλάττιε θαλαττί θαλάττιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ θαλάττιοι αἱ θαλάττιαι τὰ θαλάττι
      γενική τῶν θαλαττίων τῶν θαλαττίων τῶν θαλαττίων
      δοτική τοῖς/ταῖς θαλαττίοις ταῖς θαλαττίαις τοῖς θαλαττίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς θαλαττίους τὰς θαλαττίᾱς τὰ θαλάττι
     κλητική ! θαλάττιοι θαλάττιαι θαλάττι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θαλαττίω τὼ θαλαττί τὼ θαλαττίω
      γεν-δοτ τοῖν θαλαττίοιν τοῖν θαλαττίαιν τοῖν θαλαττίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «βέβαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

θαλάττιος, -ος, -ον & -ος, -ά, -ον