Δείτε επίσης: θήγω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θίγω < μεσαιωνική ελληνική θίγω < αρχαία ελληνική θιγγάνω (αόριστος β’: ἔθιγον) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική toucher)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈθi.ɣo/

  Ρήμα επεξεργασία

θίγω (παθητική φωνή: θίγομαι)

  1. προσβάλλω
  2. βλάπτω υλικά ή ηθικά
  3. περιορίζω το δικαίωμα κάποιου πάνω σε κάτι ή του το αφαιρώ
  4. επεμβαίνω, για να επιφέρω αλλαγές σε κάτι
  5. ακουμπώ, χρησιμοποιώ
  6. αφορώ
  7. μιλάω για κάτι ευκαιριακά και επιφανειακά

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία