θέρετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θέρετρο | τα | θέρετρα |
γενική | του | θερέτρου & θέρετρου |
των | θερέτρων |
αιτιατική | το | θέρετρο | τα | θέρετρα |
κλητική | θέρετρο | θέρετρα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- θέρετρο < αρχαία ελληνική θέρετρον < θέρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈθe.ɾe.tɾo/
- παρώνυμο: φέρετρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
θέρετρο ουδέτερο
- τόπος διακοπών, κέντρο παραθερισμού, με φυσική ομορφιά και τις απαραίτητες εγκαταστάσεις για τη διαμονή των επισκεπτών