Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θάπτω < αρχαία ελληνική θάπτω

  Ρήμα επεξεργασία

θάπτω

  • λόγια μορφή του θάβω, τοποθετώ έναν νεκρό ή κάτι άλλο κάτω από το χώμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θάπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰembʰ-

  Ρήμα επεξεργασία

θάπτω

  1. αποδίδω τις τελευταίες τιμές
  2. εκτελώ καθήκοντα απέναντι στον νεκρό
  3. τιμώ με επικήδειες τελετές
  4. ενταφιάζω
  5. θάβω
  6. κηδεύω

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία