Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηττώμαι < αρχαία ελληνική ἡττῶμαι

  Ρήμα επεξεργασία

ηττώμαι

  • υφίσταμαι ήττα σε έναν πόλεμο, αθλητική αναμέτρηση ή οποιουδήποτε είδους αγώνα

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία