ημερομηνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημερομηνία < ημερο- + μήν(ας) + -ία, κατά την αρχαία ελληνική νουμηνία (νέα σελήνη, πρώτη μέρα του σεληνιακού μήνα)[1] Δείτε και μερομήνια / ημερο- + -μηνία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.me.ɾo.miˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐με‐ρο‐μη‐νί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ημερομηνία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημερομηνία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ημερομηνία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας