Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημερομίσθιο τα ημερομίσθια
      γενική του ημερομισθίου
ημερομίσθιου
των ημερομισθίων
    αιτιατική το ημερομίσθιο τα ημερομίσθια
     κλητική ημερομίσθιο ημερομίσθια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημερομίσθιο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ημερομίσθιο ουδέτερο

  1. η αμοιβή για την εργασία μιας ημέρας (αφορά τους εργάτες σε αντίθεση με τους υπαλλήλους που παίρνουν μισθό)
  2. το να έχει εργαστεί κάποιος για μια ημέρα
    καλύπτεται ασφαλιστικά όποιος έχει πραγματοποιήσει 50 τουλάχιστον ημερομίσθια κατά το προηγούμενο έτος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία