Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλεκτρονικός η ηλεκτρονική το ηλεκτρονικό
      γενική του ηλεκτρονικού της ηλεκτρονικής του ηλεκτρονικού
    αιτιατική τον ηλεκτρονικό την ηλεκτρονική το ηλεκτρονικό
     κλητική ηλεκτρονικέ ηλεκτρονική ηλεκτρονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλεκτρονικοί οι ηλεκτρονικές τα ηλεκτρονικά
      γενική των ηλεκτρονικών των ηλεκτρονικών των ηλεκτρονικών
    αιτιατική τους ηλεκτρονικούς τις ηλεκτρονικές τα ηλεκτρονικά
     κλητική ηλεκτρονικοί ηλεκτρονικές ηλεκτρονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλεκτρονικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ηλεκτρονικός

  1. σχετικός με την ηλεκτρονική
  2. (τεχνολογία) ηλεκτρονική, αποκαλείται συσκευή που είναι κατασκευασμένη από ηλεκτρονικά στοιχεία (εξαρτήματα)

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ηλεκτρονικός οι ηλεκτρονικοί
      γενική του/της ηλεκτρονικού των ηλεκτρονικών
    αιτιατική τον/την ηλεκτρονικό τους/τις ηλεκτρονικούς
     κλητική ηλεκτρονικέ ηλεκτρονικοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλεκτρονικός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηλεκτρονικός αρσενικό

  1. τεχνίτης της ηλεκτρονικής
  2. (τεχνολογία, επάγγελμα) το πρόσωπο που σχεδιάζει, κατασκευάζει και συντηρεί ηλεκτρονικές συσκευές

  Μεταφράσεις επεξεργασία