Δείτε επίσης: ἠλίθιος

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλίθιος η ηλίθια το ηλίθιο
      γενική του ηλίθιου της ηλίθιας του ηλίθιου
    αιτιατική τον ηλίθιο την ηλίθια το ηλίθιο
     κλητική ηλίθιε ηλίθια ηλίθιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλίθιοι οι ηλίθιες τα ηλίθια
      γενική των ηλίθιων των ηλίθιων των ηλίθιων
    αιτιατική τους ηλίθιους τις ηλίθιες τα ηλίθια
     κλητική ηλίθιοι ηλίθιες ηλίθια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

ηλίθιος < αρχαία ελληνική ἠλίθιος < ἤλιθα

  Προφορά

ΔΦΑ : /iˈli.θi.os/ αρσενικό
ΔΦΑ : /iˈli.θi.a/ θηλυκό
ΔΦΑ : /iˈli.θi.o/ ουδέτερο

  Επίθετο

ηλίθιος, ηλίθια / ηλιθία, ηλίθιο

  1. που υστερεί νοητικά
  2. που δεν έχει λογική
  3. που δεν αρμόζει

Συγγενικά

Εκφράσεις

  Μεταφράσεις