Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηθοπλαστικός η ηθοπλαστική το ηθοπλαστικό
      γενική του ηθοπλαστικού της ηθοπλαστικής του ηθοπλαστικού
    αιτιατική τον ηθοπλαστικό την ηθοπλαστική το ηθοπλαστικό
     κλητική ηθοπλαστικέ ηθοπλαστική ηθοπλαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηθοπλαστικοί οι ηθοπλαστικές τα ηθοπλαστικά
      γενική των ηθοπλαστικών των ηθοπλαστικών των ηθοπλαστικών
    αιτιατική τους ηθοπλαστικούς τις ηθοπλαστικές τα ηθοπλαστικά
     κλητική ηθοπλαστικοί ηθοπλαστικές ηθοπλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηθοπλαστικός < ήθος + πλάσσω

  Επίθετο επεξεργασία

ηθοπλαστικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία