ηθικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηθικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ηθικός
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηθικό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- ψυχική δύναμη, ευψυχία, ευδιαθεσία, κυρίως σε στιγμές δοκιμασίας, ταλαιπωρίας ή στέρησης
- έχασε το ηθικό του, έχει ανεβασμένο ηθικό
Εκφράσεις επεξεργασία
- ηθικόν ακμαιότατον: λέγεται για την καλή ψυχική διάθεση αγωνιζόμενου ή μαχόμενου
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ηθικό