Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηθικολογώ < ηθικολόγος + ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) moraliser)

  Ρήμα επεξεργασία

ηθικολογώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία