ηδονοβλεψία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηδονοβλεψία < ηδονοβλεψίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηδονοβλεψία θηλυκό
- η άντληση ηδονής από την παρακολούθηση σεξουαλικής πράξης στην οποία συμμετέχουν άλλοι
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηδονοβλεψία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ηδονοβλεψία αρσενικό ή θηλυκό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του ηδονοβλεψίας