Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηγετικός η ηγετική το ηγετικό
      γενική του ηγετικού της ηγετικής του ηγετικού
    αιτιατική τον ηγετικό την ηγετική το ηγετικό
     κλητική ηγετικέ ηγετική ηγετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηγετικοί οι ηγετικές τα ηγετικά
      γενική των ηγετικών των ηγετικών των ηγετικών
    αιτιατική τους ηγετικούς τις ηγετικές τα ηγετικά
     κλητική ηγετικοί ηγετικές ηγετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηγετικός < ηγέτης + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ηγετικός

  1. που έχει τα χαρακτηριστικά του ηγέτη
    ηγετική φυσιογνωμία

  Μεταφράσεις επεξεργασία