Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηγεμονία οι ηγεμονίες
      γενική της ηγεμονίας των ηγεμονιών
    αιτιατική την ηγεμονία τις ηγεμονίες
     κλητική ηγεμονία ηγεμονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηγεμονία < αρχαία ελληνική ἡγεμονία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ʝe.moˈni.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηγεμονία θηλυκό

  1. το να ηγεμονεύει κανείς, να έχει τον έλεγχο της κατάστασης, να κυριαρχεί
     συνώνυμα: κυριαρχία, παντοδυναμία
    η οικονομική κρίση οδήγησε στην αμφισβήτηση της ηγεμονίας των νεοφιλελεύθερων ιδεών
  2. το κράτος ή η περιοχή που διοικείται από έναν ηγεμόνα

  Μεταφράσεις επεξεργασία