ζωοτόκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζωοτόκος | η | ζωοτόκος & ζωοτόκα |
το | ζωοτόκο |
γενική | του | ζωοτόκου | της | ζωοτόκου & ζωοτόκας |
του | ζωοτόκου |
αιτιατική | τον | ζωοτόκο | τη | ζωοτόκο & ζωοτόκα |
το | ζωοτόκο |
κλητική | ζωοτόκε | ζωοτόκε & ζωοτόκα |
ζωοτόκο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζωοτόκοι | οι | ζωοτόκοι & ζωοτόκες |
τα | ζωοτόκα |
γενική | των | ζωοτόκων | των | ζωοτόκων | των | ζωοτόκων |
αιτιατική | τους | ζωοτόκους | τις | ζωοτόκους & ζωοτόκες |
τα | ζωοτόκα |
κλητική | ζωοτόκοι | ζωοτόκοι & ζωοτόκες |
ζωοτόκα | |||
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζωοτόκος < αρχαία ελληνική ζωοτόκος. Μορφολογικά αναλύεται σε ζωο- + -τόκος
Επίθετο επεξεργασία
ζωοτόκος
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ζωοτόκος
- αυτός που γεννά ζωντανά, άρτια ζώα
Αντώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ζωοτόκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζωοτόκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.