ζωοτεχνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζωοτεχνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική zootechnie[1] < αρχαία ελληνική ζῷον + τέχνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζωοτεχνία θηλυκό
- η επιστήμη που μελετά την εκτροφή των ζώων, την αναπαραγωγή τους και τους τομείς όπου μπορούν να χρησιμοποιηθούν
Συγγενικά επεξεργασία
- ζωοτέχνης
- ζωοτεχνικός
- → δείτε τις λέξεις ζώο και τέχνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζωοτεχνία
- ↑ ζωοτεχνία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας