ζωγραφική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζωγραφική < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ζωγραφική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ζωγραφικός[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζωγραφική θηλυκό
- μία από τις εικαστικές τέχνες· η τέχνη της δημιουργίας με γραμμές και χρώματα δισδιάστατων εικόνων - αναπαραστάσεων προσώπων ή πραγμάτων ή αφηρημένων
- ένα έργο ζωγραφικής
- για δείξε μου τη ζωγραφική σου
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζωγραφική
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ζωγραφική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ζωγραφικός
Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ζωγραφική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας