ζωγράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | ζωγράφος | οι | ζωγράφοι |
γενική | του/της | ζωγράφου | των | ζωγράφων |
αιτιατική | τον/τη | ζωγράφο | τους/τις | ζωγράφους |
κλητική | ζωγράφε | ζωγράφοι | ||
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζωγράφος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ζωγράφος [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zoˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐γρά‐φος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζωγράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (ζωγραφική, επάγγελμα) καλλιτέχνης που ζωγραφίζει, ασχολείται με τη ζωγραφική
Συγγενικά επεξεργασία
- Ζωγράφος (επώνυμο)
- αζωγράφιστος
- αναζωγραφίζω
- αναζωγράφιση
- ζωγραφιά
- ζωγραφίζω
- ζωγραφική
- ζωγραφικός
- ζωγράφισμα
- ζωγραφικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζωγράφος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ζωγράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ζωγράφος | οἱ | ζωγράφοι |
γενική | τοῦ | ζωγράφου | τῶν | ζωγράφων |
δοτική | τῷ | ζωγράφῳ | τοῖς | ζωγράφοις |
αιτιατική | τὸν | ζωγράφον | τοὺς | ζωγράφους |
κλητική ὦ! | ζωγράφε | ζωγράφοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζωγράφω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ζωγράφοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζωγράφος αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που ζωγραφίζει εκ του φυσικού, που αναπαριστά θέματα από τη ζωή (ή τη φύση)
- (γενικότερα) ο ζωγράφος
Παράγωγα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
- ἀναζωγραφέω, ῶ
- ἀναζωγράφημα
- ἀναζωγράφησις
- ἀποζωγραφέω, ῶ
- διαζωγραφέω, ῶ
- ἐνζωγραφέω, ῶ
- παραζωγραφέω, ῶ
- προαναζωγραφέω, ῶ
- προσαναζωγραφέω, ῶ
- ὑποζωγραφέω, ῶ
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- ζωγράφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζωγράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.