ζυγωτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζυγωτός | η | ζυγωτή | το | ζυγωτό |
γενική | του | ζυγωτού | της | ζυγωτής | του | ζυγωτού |
αιτιατική | τον | ζυγωτό | τη | ζυγωτή | το | ζυγωτό |
κλητική | ζυγωτέ | ζυγωτή | ζυγωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζυγωτοί | οι | ζυγωτές | τα | ζυγωτά |
γενική | των | ζυγωτών | των | ζυγωτών | των | ζυγωτών |
αιτιατική | τους | ζυγωτούς | τις | ζυγωτές | τα | ζυγωτά |
κλητική | ζυγωτοί | ζυγωτές | ζυγωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ζυγωτός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζυγωτός
|