Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζορκάς θηλυκό

  1. παράλληλος τύπος του δορκάς
    Κατὰ τοὺς νομάδας δὲ ἐστὶ τούτων οὐδέν, ἀλλ᾽ ἄλλα τοιάδε, πύγαργοι καὶ ζορκάδες καὶ βουβάλιες καὶ ὄνοι (Ηρόδοτος, Δ΄ 192)

Δείτε επίσης επεξεργασία