Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζητιάνος οι ζητιάνοι
      γενική του ζητιάνου των ζητιάνων
    αιτιατική τον ζητιάνο τους ζητιάνους
     κλητική ζητιάνε ζητιάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζητιάνος < μεσαιωνική ελληνική ζητ(εία) + -ιάνος < αρχαία ελληνική ζητέω / ζητῶ[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ziˈtça.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζη‐τιά‐νος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζητιάνος αρσενικό, ζητιάνα θηλυκό (ουδέτερο, → δείτε τη λέξη ζητιανάκι)

  • αυτός που ζητάει από τους περαστικούς να τον λυπηθούν και να του δώσουν λίγα χρήματα ή άλλη οικονομική βοήθεια

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ζητεία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία