Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζητητής οι ζητητές
      γενική του ζητητή των ζητητών
    αιτιατική τον ζητητή τους ζητητές
     κλητική ζητητή ζητητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζητητής < αρχαία ελληνική ζητητής (εφοριακός της αρχαίας Αθήνας που εντόπιζε οφειλέτες του δημοσίου)< ζητέω-ζητῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζητητής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζητητής < ζητέω-ζητῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζητητής αρσενικό

  1. ερευνητής, εξεταστής, αυτός που αναζητεί ή επιζητεί κάτι
  2. (στον πληθυντικό) τα μέλη της δημόσιας αρχής που ανεύρισκαν τους οφειλέτες του Δημοσίου ή αυτούς που καταπατούσαν δημόσια γη στην αρχαία Αθήνα