ζεύγνυμι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζεύγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yewg- (ενώνω)· συγγενές και ομόρριζο των ζεύγλη, ζυγός, θέμα ζευγ και ασθενές θέμα ζυγ
Ρήμα επεξεργασία
ζεύγνυμι
- θέτω υπό τον ζυγό
- ενώνω, συνδέω
- ※ ἐζεύγνυσαν δὲ ὧδε, πεντηκοντέρους καὶ τριήρεας συνθέντες, ὑπὸ μὲν τὴν πρὸς τοῦ Εὐξείνου πόντου ἑξήκοντά τε καὶ τριηκοσίας, ὑπὸ δὲ τὴν ἑτέρην τεσσερεσκαίδεκα καὶ τριηκοσίας, τοῦ μὲν Πόντου ἐπικαρσίας τοῦ δὲ Ἑλλησπόντου κατὰ ῥόον, ἵνα ἀνακωχεύῃ τὸν τόνον τῶν ὅπλων (πώς έφτιαξαν την γέφυρα χρησιμοποιώντας το στόλο. Ηρόδοτος, Ιστορίαι, μετάφραση@greek-language.gr 7.66.1.)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
- ἀναζεύγνυμι (ξαναζεύω)
- διαζεύγνυμι (χωρίζω)
- μεταζεύγνυμι (αλλάζω θέση στα άλογα, τα ζεύγω σε άλλη άμαξα)
- ὑποζεύγνυμι
- ἐπιζεύγνυμι (συνδέω πάνω)
- συζεύγνυμι (ενώνω μαζί, δένω μαζί, συνδέω)
Κλίση επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ζεύγνυμι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζεύγνυμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.