Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζαχιρές οι ζαχιρέδες
      γενική του ζαχιρέ των ζαχιρέδων
    αιτιατική τον ζαχιρέ τους ζαχιρέδες
     κλητική ζαχιρέ ζαχιρέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαχιρές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ذخيره (zahire) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /za.çiˈɾes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζα‐χι‐ρές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζαχιρές αρσενικό (συνήθως στον πληθυντικό)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία