ζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ζα
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ζώα, πληθυντικός αριθμός του ζώο
- ※ Oι γαϊδάροι ακούσαν το μεγάλο κάλεσμα και απάντησαν με το ερωτικό τους σάλπισμα: παρών! Υπάκουγα, γεμάτα αθωότητα κι ανηξεριά σαν όλα τα ζα. (Στράτης Μυριβήλης, Η ζωή εν τάφω)
- άλλες μορφές: οζά (Κρήτη)