ζήση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζήση | ||
γενική | της | ζήσης | ||
αιτιατική | τη | ζήση | ||
κλητική | ζήση | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζήση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζήση
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζήση θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (λογοτεχνικό) η ζωή, ο βίος του ανθρώπου
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζήση
→ δείτε τη λέξη ζωή |
Πηγές επεξεργασία
- ζήση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ζήση - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].