Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζέφυρος οι ζέφυροι
      γενική του ζέφυρου των ζέφυρων
    αιτιατική τον ζέφυρο τους ζέφυρους
     κλητική ζέφυρε ζέφυροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζέφυρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζέφυρος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈze.fi.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζέ‐φυ‐ρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζέφυρος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

Άνεμοι:

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία