ζέφυρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζέφυρος | οι | ζέφυροι |
γενική | του | ζέφυρου | των | ζέφυρων |
αιτιατική | τον | ζέφυρο | τους | ζέφυρους |
κλητική | ζέφυρε | ζέφυροι | ||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζέφυρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζέφυρος[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈze.fi.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζέ‐φυ‐ρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζέφυρος αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- βοριάς και τραμουντάνα: βόρειος
- γραίγος: βορειοανατολικός
- γρεγολεβάντες ή γραιγολεβάντες: μεταξύ βορειοανατολικού και ανατολικού
- λεβάντες και απηλιώτης: ανατολικός
- ευραπηλιώτης και σιροκολεβάντες: μεταξύ ανατολικού και νοτιοανατολικού
- σιρόκος: νοτιοανατολικός
- νοτιάς και όστρια: νότιος
- γαρμπής και λίβας: νοτιοδυτικός
- πουνέντες και ζέφυρος: δυτικός
- μαΐστρος και σκίρων: βορειοδυτικός
- μαϊστροτραμουντάνα: μεταξύ βόρειου και βορειοδυτικού
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ζέφυρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας