Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
εὐνοια-
ονομαστική εὔνοι αἱ εὔνοιαι
      γενική τῆς εὐνοίᾱς τῶν εὐνοιῶν
      δοτική τῇ εὐνοί ταῖς εὐνοίαις
    αιτιατική τὴν εὔνοιᾰν τὰς εὐνοίᾱς
     κλητική ! εὔνοι εὔνοιαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐνοί
γεν-δοτ τοῖν  εὐνοίαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὔνοια < εὔνους / εὔνο(ος) + -ια < → δείτε  εὔ- (εὖ) + νόος / νοῦς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εὔνοιᾰ, -ας θηλυκό

  1. εύνοια, καλή θέληση
  2. δώρο που δίνεται σε ένδειξη καλής θέλησης

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία