Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική εὐρῠ́ς εὐρεῖᾰ
ιωνικός εὐρέᾰ
αιολικός εὔρηα
τὸ εὐρῠ́
      γενική τοῦ εὐρέος τῆς εὐρείᾱς τοῦ εὐρέος
      δοτική τῷ (εὐρέϊ) εὐρεῖ τῇ εὐρείᾳ τῷ (εὐρέϊ) εὐρεῖ
    αιτιατική τὸν εὐρῠ́ν τὴν εὐρεῖᾰν τὸ εὐρῠ́
     κλητική ! εὐρῠ́ εὐρεῖᾰ εὐρῠ́
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ (εὐρέες) εὐρεῖς αἱ εὐρεῖαι τὰ εὐρέ
      γενική τῶν εὐρέων τῶν εὐρειῶν τῶν εὐρέων
      δοτική τοῖς εὐρέσῐ(ν) ταῖς εὐρείαις τοῖς εὐρέσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς εὐρεῖς τὰς εὐρείᾱς τὰ εὐρέ
     κλητική ! (εὐρέες) εὐρεῖς εὐρεῖαι εὐρέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐρέε (εὐρεῖ) τὼ εὐρείᾱ τὼ εὐρέε (εὐρεῖ)
      γεν-δοτ τοῖν εὐρέοιν τοῖν εὐρείαιν τοῖν εὐρέοιν
Οι ασυναίρετοι τύποι όπως στο παράδειγμα του Smyth.
Ο συνηρημένος δυϊκός, όπως στο σχολικό βιβλίο (Οικονόμου).
Και επική αιτιατική ενικού και εὐρέα
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὐρύς < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

εὐρύς

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία